Το Καθολικο της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς είναι το πρώτο μεγάλο καθολικό στο Άγιο Όρος , το 963 μ.Χ.,
είναι δηλαδή ένα ακριβώς χρονολογημένο κτίριο, κάτι σπάνιο για τη βυζαντινή περίοδο.
   
Η Μονή της Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται στο δυσπρόσιτο νοτιοανατολικό άκρο της αθωνικής Χερσονήσου.
   
Ιδρυτής της υπήρξε ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης από την Τραπεζούντα και θεμελιωτής της μορφής των μοναστηριών του Αγίου Όρους που γνωρίζουμε σήμερα,
ο οποίος φαίνεται ότι συμμετείχε ενεργά στο έργο, αφού σκοτώθηκε κατά την κατακρήμνιση μέρους της σκαλωσιάς
   
Ο Αθανάσιος, καθηγητής στην Κωνσταντινούπολη, πήγε στο Όρος ως ερημίτης πιθανότατα το 957. Προσωπικός φίλος του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος τον κάλεσε στην Κρήτη
κατά την διάρκεια της εκστρατείας του για την ανακατάληψη του νησιού από τους Άραβες το 960-961, πήρε πλούσιο τμήμα από τα λάφυρα
για να ιδρύσει μια καινούργια Λαύρα, δηλαδή ένα μικρό κοινόβιο.
   
Όταν ο Νικηφόρος Φωκάς έγινε αυτοκράτορας, η Λαύρα έγινε βασιλική μονή και έλαβε πλούσιες επιχορηγήσεις και φορολογική ατέλεια.
Η Μεγίστη Λαύρα, όπως ονομάσθηκε η μονή, ακολούθησε την οργάνωση των μεγάλων κοινοβιακών μοναστηρίων, κάτι που προκάλεσε την αντίθεση των
παροδοσιακών ερημιτών του Όρους.
   
Ο διάδοχος του Φωκά, αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής υπέγραψε το 972 τον περίφημο Τράγο, το πρώτο τυπικό του Αγίου Όρους,
στο οποίο ορίζεται ένα καθεστώς συνύπαρξης του αναχωρητικού και του κοινοβιακού συστήματος.
   
Η Λαύρα υπήρξε το πρώτο μεγάλο κοινόβιο στο Όρος με ογδόντα περίπου μοναχούς. Τον 11ο αιώνα ο αριθμός των μοναχών θα φτάσει τους επτακόσιους.
   
Το μοναστικό συγκρότημα, το οποίο περιβάλλει ισχυρό τείχος, περιλαμβάνει το καθολικό, τη φιάλη, τη τράπεζα, το μαγειρείο, το αρτοποιείο,
το δοχείο (αποθήκη λαδιού), το σκευοφυλάκιο, το ιματιοφυλάκιο, το νοσοκομείο και τη βιβλιοθήκη.
Στον περίβολο βρίσκονται επίσης δύο μεγάλοι ναοί,η Παναγία Κουκουζέλισσα και ο Άγιος Μιχαήλ Συννάδων της Φρυγίας.
Στις τέσσερις πτέρυγες που περιβάλλουν το συγκρότημα βρίσκονται τα κελλιά των μοναχών, οι ξενώνες, παρεκκλήσια κ.ά.
Ο αρσανάς (λιμάνι) της μονής βρίσκεται στο οχυρό λιμανάκι Μανδράκι.
   
Το καθολικό της μονής της Λαύρας που τιμάται στη μνήμη του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη, σύμφωνα με νεότερες έρευνες άρχισε να κτίζεται το 963 ως
σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, ο οποίος στηριζόταν σε τέσσερις πεσσούς. Το 1002, ή πέντε χρόνια νωρίτερα, προστέθηκαν στο καθολικό οι πλάγιες
αψίδες, οι λεγόμενοι χοροί. Πρόκειται για μια τροποποίηση της αρχικής κάτοψης, η οποία απαντά στις λειτουργικές απαιτήσεις των αθωνίτικων μοναστηριών
, στεγάζοντας τους χορούς των μοναχών οι οποίοι έψελναν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
   
Δημιουργείται έτσι ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος, ο λεγόμενος σταυροειδής εγγεγραμμένος αθωνίτικου τύπου, ο οποίος γνωρίζει μεγάλη διάδοση
όχι μόνο στις μονές του Αγίου Όρους, αλλά και σε όλα τα Βαλκάνια από την μεσοβυζαντινή έως και την μεταβυζαντινή περίοδο. Σε μεταγενέστερες
επεμβάσεις ανήκει και η λιτή και τα δύο παρεκκλήσια βόρεια και νότια αυτής.
   
Από τον τοιχογραφικό διάκοσμο της εποχής της ανέγερσης του καθολικού δεν διασώζονται παραστάσεις. Το 1535 το καθολικό της μονής τοιχογραφείται
από τον σημαντικό κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη Στρελίτσα ή Μπαθά, μοναχό της Λαύρας, ο οποίος νωρίτερα είχε εργασθεί στα Μετέωρα. Εκπρόσωπος της "κρητικής
σχολής", αντλεί τα προτυπά του από τα έργα των κρητικών ζωγράφων του 15ου αιώνα, προσαρμόζοντας με μεγάλη επιτυχία τη διάταξη των συνθέσεων
στις μεγάλες επιφάνειες του καθολικού. Εκτός από το καθολικό, ο Θεοφάνης με τους δύο γιούς του διακόσμησε και την Τράπεζα της Μονής καθώς και
μέρος από το Δοχείο (αποθήκη λαδιού) και τα μαγειρεία.
   
Η μονή κατοικείται σήμερα από 50 περίπου μοναχούς, οι οποίοι καθημερινά ασχολούνται τόσο με τα μοναχικά τους καθήκοντα (λειτουργίες, προσευχή κ.λ.π.)
όσο και με τη φιλοξενία και εξυπηρέτηση δεκάδων επισκεπτών από όλο τον κόσμο. Η μονή παραμένει ανοικτή όλες τις ημέρες του χρόνου από την ανατολή
μέχρι τη δύση του ηλίου. Η πρόσβαση κατά τους χειμερινούς μήνες γίνεται με δυσκολία. Για επίσκεψη εργασίας (μελέτη, φωτογράφηση κ.λ.π.) απαιτείται
προηγούμενη συνεννόηση τόσο με τη 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων όσο και με την ίδια τη μονή.